Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009

πεθαμένα

.
.
Είδα στον ύπνο μου πως γέννησα ένα παιδί.
.
Ήμουν λέει μαζί με την κόρη μου σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου που όμως είχε μονάχα ένα διπλό κρεβάτι μέσ' στη μέση. Ήμουν γυμνή. Η γυναικολόγος καθόταν στα πόδια του κρεβατιού. Ένιωσα έναν μικρό πόνο και ξάπλωσα ανάσκελα. Η κόρη μου πήγε απέναντί μου για να βλέπει καλύτερα. Έγειρε το κεφάλι λίγο δεξιά και συγκεντρώθηκε σ' αυτό που συνέβαινε.
.
Ένιωσα το κεφάλι του μωρού να παίρνει θέση. Έσπρωξα με δύναμη και βγήκε χωρίς καθόλου προσπάθεια. Δεν ένιωσα καθόλου πόνο. Σκέφτηκα, κοίτα να δεις ευκολία, έπρεπε να έχω κάνει πολλά παιδιά εδώ.
.
Δεν είδα το μωρό. Η γυναικολόγος το πήρε και το απομάκρυνε, για να το πλύνει, σκέφτηκα. Η κόρη μου ήρθε δίπλα μου. Τα μάτια της έλαμπαν. "Μαμά, καλά που μου είχες μιλήσει για όλα αυτά, έτσι τώρα κατάλαβα καλύτερα". Την αγκάλιασα, μπορεί και να βούρκωσα λίγο.
Το μωρό δεν έκλαιγε, δεν το άκουγα καθόλου. Παράξενο, σκέφτηκα. "Τι έγινε, πού είναι;" ρώτησα. Η γυναικολόγος με κοίταξε σοβαρή. "Λυπάμαι πολύ", μου είπε. Κατάλαβα.
.
Όλα μου τα παιδιά γεννιούνται νεκρά.
.
Δεξιά μου, πάνω στο κρεβάτι, είδα ξαφνικά μια χοντρή πράσιν κάμπια να καλπάζει πάνω στο κρεβάτι, όσο γρήγορα μπορεί τέλος πάντων να καλπάσει μια κάμπια. "Πάρτε την από δω", φώναξα, "πετάξτε την έξω!" Δεν με άκουγαν, ξαναφώναξα. Η κόρη μου έπιασε την κάμπια με τα δυο της δάχτυλα και την πέταξε κατά το παράθυρο. Κκάτι κλαδιά με πράσινα φύλλα έμπαιναν στο δωμάτιο. Η κάμπια αρπάχτηκε πάνω τους κάι βάλθηκε να ξαναγυρίσει κατά μέσα. "Φύγε", είπα ξέψυχα, "τράβα έξω, στο χορτάρι, στο πράσινο."
.
Έκλεισα τα μάτια και ξύπνησα.
.
Κοίταξα το ξυπνητήρι. Ήταν ακόμα τρεισίμιση. Ήξερα πως δεν θα ξανακοιμηθώ εύκολα, μα δεν σηκώθηκα. Έχω βάλει όρο στον εαυτό μου να μην σηκώνομαι τη νύχτα, όσες ώρες κι αν μένω ξύπνια. Η νύχτα είναι για ξεκούραση, για να ξαπλώνουμε στο κρεβάτι και να αναπαυόμαστε. Μεταχειρίζομαι τον εαυτό μου σαν κακομαθημένο παιδί που θέλει στρώσιμο.
Το ροχαλητό δε μ' άφηνε να κοιμηθώ. Σαν έχω αϋπνίες όλα μου φταίνε. Στριφογύρισα κάμποσο, παιδεύτηκα πολλή ώρα, τέλος αποκοιμήθηκα ξανά.
.
Είδα τον άντρα μου να σηκώνεται από το κρεβάτι. Ήτανε, λέει, πρωί. Με πλησίασε και με κοίταξε παράξενα. Άπλωσε το χέρι στα μαλλιά μου, τα τίναξε. "Εσύ, κυρά μου, είσαι γεμάτη ψείρες." Κοίταξα τα σεντόνια. Πράγματι, ήταν γεμάτα μικρά μαύρα ζωύφια που τρεχοβολούσαν δώθε κείθε. Ανατρίχιασα. "Κοίτα το παιδί, μην τυχόν έχει και κείνο." Σκέφτηκα τα σαμπουάν, τα ψιλά χτένια, το κούρεμα.
.
Έκλεισα πάλι τα μάτια, ξαναξύπνησα.
.
Ήταν ώρα να σηκωθώ, μα δεν άντεχα. Με κλειστά μάτια μούσκευα το μαξιλάρι. Ήταν ένα κλάμα γλυκό, απαλό, ήσυχο, σαν ψιλόβροχο.
.
Η ψυχή μου καθάρισε.
.

1 σχόλιο:

Απονενοημένη Νοικοκυρά είπε...

Το γέμισα τελείες επειδή για κάποιον άγνωστο λόγο το μπλόγκερ δεν κρατούσε τις διπλές αλλαγές παραγράφου και δεν είχα χρόνο να το ψάξω.