Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2017

Να μάθεις να φεύγεις

Από την ασφάλεια τρύπιων αγκαλιών.

Από χειραψίες που σε στοιχειώνουν.

Από την ανάμνηση μιας κάλπικης ευτυχίας.

Να φεύγεις !

Αθόρυβα, σιωπηλά, χωρίς κραυγές, μακρόσυρτους αποχαιρετισμούς.

Να μην παίρνεις τίποτα μαζί, ούτε ενθύμια, ούτε ζακέτες για το δρόμο.

Να τρέχεις μακριά από δήθεν καταφύγια κι ας έχει έξω και χαλάζι.

Να μάθεις να κοιτάς βαθιά στα μάτια όταν λες αντίο κι όχι κάτω ή το άπειρο.

Να εννοείς τις λέξεις σου, μην τις εξευτελίζεις, σε παρακαλώ.

Να μάθεις να κοιτάς την κλεψύδρα, να βλέπεις πως ο χρόνος σου τελείωσε.

Όχι αγκαλιές, γράμματα, αφιερώσεις, κάποτε θα ξανασυναντηθούμε αγάπη μου (όλα τα βράδια και τα τραγούδια δεν θα είναι ποτέ δικά σας).

Αποδέξου το.

Να αποχωρίζεσαι τραγούδια που αγάπησες, μέρη που περπάτησες.

Δεν έχεις τόση περιορισμένη φαντασία όσο νομίζεις.

Μπορείς να φτιάξεις ιστορίες ολοκαίνουριες, με ουρανό κι αλάτι.

Να θυμίζουν λίγο φθινόπωρο, πολύ καλοκαίρι κι εκείνη την απέραντη Άνοιξη.

Να φεύγεις από εκεί που δε σου δίνουν αυτά που χρειάζεσαι.

Από το δυσανάλογο, το μέτριο και το λίγο.

Να απαιτείς αυτό που δίνεις να το παίρνεις πίσω -δεν τους το χρωστάς.

Να μάθεις να σέβεσαι την αγάπη σου, το χρόνο σου και την καρδιά σου.

Μην πιστεύεις αυτά που λένε -η αγάπη δεν είναι ανεξάντλητη, τελειώνει.

Η καρδιά χαλάει, θα τη χτυπάς μια μέρα και δεν θα δουλεύει.

Να καταλάβεις πως οι δεύτερες ευκαιρίες είναι για τους δειλούς

-οι τρίτες για τους γελοίους.

Μην τρέμεις την αντιστοιχία λέξεων-εννοιών, να ονομάζεις σχέση τη σχέση, την κοροϊδία κοροϊδία.

Να μαλώνεις τον εαυτό σου καμιά φορά που κάθεται και κλαψουρίζει

-σαν μωρό κι εσύ κάθεσαι και του δίνεις γλειφιτζούρι μη και σου στεναχωρηθεί το βυζανιάρικο.

Να μάθεις να ψάχνεις για αγάπες που θυμίζουν Καζαμπλάνκα

- όχι συμβάσεις ορισμένου χρόνου

Και να μάθεις να φεύγεις από εκεί που ποτέ πραγματικά δεν υπήρξες.

Να φεύγεις κι ας μοιάζει να σου ξεριζώνουν το παιδί από τη μήτρα.

Να φεύγεις από όσα νόμισες γι’ αληθινά, μήπως φτάσεις κάποτε σ’ αυτά.




Μενέλαος Λουντέμης

Τετάρτη 4 Μαΐου 2011

άγος

Πώς να ξεπλύνεις το κακό, την αμαρτία, το άγος?

Μήτε φωτιά, μήτε νερό, μήτε θυσία φτάνει.

Όταν με τα ίδια σου τα χέρια ξερριζώνεις τα σπλάχνα σου,

γιατρειά δεν υπάρει μήτε συγχώρεση.

Εὐριπίδου "Μήδεια"

στ.36-39
ΤΡΟΦΟΣ
στυγεῖ δὲ παῖδας οὐδ΄ ὁρῶσ΄ εὐφραίνεται.
δέδοικα δ΄ αὐτὴν μή τι βουλεύσῃ νέον·
βαρεῖα γὰρ φρήν͵ οὐδ΄ ἀνέξεται κακῶς
πάσχουσ΄· ἐγᾦδα τήνδε

στ.96-98
ΜΗΔΕΙΑ
ἰώ͵
δύστανος ἐγὼ μελέα τε πόνων͵
ἰώ μοί μοι͵ πῶς ἂν ὀλοίμαν;

στ.113-115
ΜΗΔΕΙΑ
ὦ κατάρατοι
παῖδες ὄλοισθε στυγερᾶς ματρὸς
σὺν πατρί͵ καὶ πᾶς δόμος ἔῤῥοι.


Και χάθηκες, παιδί μου, από της μάνας σου το χέρι

και η κατάρα που έριξε σε σένα έπεσε όλη πάνω της.

Και χάθηκε το σπιτικό, η μάνα, ο πατέρας

μαζί με σένα, θεμέλιο λίθο της ζωής.

Πώς να έρθει το αύριο δίχως ρίζες στο χτες?

Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

ανυπαρξία

Κάπως σα να μην είμ' εγώ.
Σα να ζω μια ζωή ξένη.
Η ζωή της άλλης που λένε.
Μόνο που εγώ είμαι η άλλη.

Είναι στιγμές που είμαι σαν καλά.
Σα να τα 'χω ξεχάσει όλα, λέει.
Μια ζωή κανονική.
Νοικοκυρεμένη.

Κι όχι πως μυρίζουν όλ' αυτά συμβιβασμό, όχι.
Μόνο σαν ξένα μοιάζουνε, σαν αλλουνού.
Λες και το πετσί μου είναι άδειο.
Σαν ξεραμένο ασκί.
Και όμως ζει.
Και καλοζεί.

Περίεργα πράματα.

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

σκίρτημα

Χτες το βράδυ είδα έναν άντρα.

Στον ύπνο μου.

Ήταν ένας άντρας που είχα ποθήσει κάποτε, παλιά. Ένα αγόρι θα έπρεπε να πω, αφού τότε ήμασταν δυο έφηβοι. Τώρα όμως είναι άντρας. Τον είχα δει και τότε στον ύπνο μου, τότε όμως φτάσαμε μόνο να κρατηθούμε από το χέρι, γυμνοί και οι δύο, όρθιοι στη μέση ενός άγνωστου δωματίου. Με πήρε από το χέρι και με οδήγησε κάπου, άγνωστο πού. Τα όνειρά μας φτάνουν ίσαμε κει που φτάνουν και οι γνώσεις μας, κι εγώ τότε δεν ήξερα πού οδηγούν αυτά τα πάθη. Δεν είχα παραστάσεις ούτε πληροφορίες, φαντάσου, δεκάξι χρονών κοπέλα.

Τώρα τον είδα όπως είναι σήμερα, αγκαλιαστήκαμε και σμίξαμε, κυλιστήκαμε στο πάτωμα πίσω από έναν καναπέ, τον ένιωσα πάνω μου όπως νιώθει τον άντρα μια γυναίκα. Με ήθελε όπως θέλω να με θέλει. Ύστερα όλα βούλιαξαν σ' ένα παχύ, παρήγορο σκοτάδι.

Σηκώθηκα βυθισμένη ακόμη σε κείνο το μαλακό σκοτάδι, σαν πουπουλένιο στρώμα. Όταν ήμουν μικρή, πηγαίναμε συχνά σ' ένα γειτονικό σπίτι όπου υπήρχε ένα πουπουλένιο στρώμα. Οι γειτονοπούλες που έμεναν εκεί, μεγαλύτερες από μένα, με πετούσαν πάνω στο στρώμα γελώντας κι εγώ βούλιαζα μέσα, χανόμουν, ήταν μια αίσθηση τρομακτική και ηδονική ταυτόχρονα. Τώρα που το σκέφτομαι βέβαια, αποκλείεται το στρώμα να ήταν πουπουλένιο, μάλλον θα ήταν το πάπλωμα, αλλά για τα λιγοστά μου χρόνια ήταν τόσο παχύ όσο ένα στρώμα. Όπως και να έχει, στη μνήμη μου η αίσθηση παραμένει σαν μια λίμνη από μαλακά πούπουλα όπου μπορείς να βυθιστείς ως το κεφάλι, χωρίς να κινδυνεύεις να πνιγείς.

Σύρθηκα υπνοβατώντας στην κουζίνα, έβαλα το μπρίκι στο μάτι, έβγαλα το γάλα του παιδιού απ' το ψυγείο, ετοίμασα το κολατσιό του για το σχολείο. Το μυαλό μου ήταν ακόμη στο σκοτάδι. Δεν ξέρω τι με ξύπνησε, αν ήταν κάποιος ήχος ή μάλλον κάποια μυρωδιά - οι μυρωδιές ξυπνούν απότομα και απρόσμενα τη μνήμη. Πάντως τινάχτηκα άξαφνα σαν κάει να με σκούντησε, το όνειρο ζωντάνεψε απότομα και τα θυμήθηκα όλα, εκείνον, εμένα, τα κολλημένα κορμιά μας.

Είχα χρόνια να τον σκεφτώ, από πού ξεφύτρωσε; Και μάλιστα τώρα, τώρα που θαρρούσα πως ήμουν παράλυτη, να με βγάλει από τη νάρκη μου. Μου άρεσε τότε, παλιά, γιατί είχε κάτι το ζωώδες και κάτι το εγκεφαλικό μαζί - συνδυασμός που με αναστατώνει. Σώμα μυώδες, φαρδύ, τριχωτό, από κείνα που λίγο σε απωθούν και σε τρομάζουν, ενώ την ίδια ώρα ξεσηκώνουν κάτι βαθιά μέσα σου, κάτι πανάρχαιο και σαν ξεχασμένο και πανίσχυρο. Μάτια γαλήνια και λίγο γελαστά, με μια λάμψη ήρεμης ευφυΐας που διεγείρει το πνεύμα και κερδίζει την εμπιστοσύνη.

Εντυπώσεις βέβαια όλα αυτά, λογοτεχνικά φληναφήματα, κατά πάσα πιθανότητα είναι κι αυτός ένας κόπανος όπως και κάθε άλλος, αλλά τα όνειρα δεν κάνουν τέτοιες σκέψεις, τα όνειρα ζυμώνονται κρυφά τη νύχτα και μας κατακλύζουν, κοροϊδεύοντας τη σύνεση και τις εκλογικεύσεις.

Η επιφάνεια είναι ίδια. Κάτω από την επιφάνεια όμως κάτι άλλαξε. Εκεί που θαρρούσα πως υπήρχε μόνο το κενό, κάτι σκίρτησε. Τα ακρωτηριασμένα μέλη σαλεύουν.

Κοντεύει να μεσημεριάσει, πάω να μαγειρέψω.

Άλλη μιά μέρα πέρασε.

.

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

Κυοφορία

Ο τάφος μοιάζει με μήτρα.

Έτσι όπως κείτομαι εδώ, σαν σπόρος μέσα στην αγκαλιά της γης, περιμένω.

Είναι ζεστά εδώ, και ήσυχα.

Περιμένω.

Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011

ναυαγός

Κείτομαι δω, στην αμμουδιά όπου με ξέβρασε το κύμα.

Παράδερνα μέρες ολλές - τι λέω μέρες; βδομάδες, μήνες, χρόνια - και τώρα ησυχάζω.

Απ' το ναυάγιο δε θυμάμαι τίποτα - αυτά είναι έγνοιες των ζωντανών.

Δε νιώθω πόνο - οι νεκροί δεν πονούν.

Δε νιώθω μήτε χαρά. Μονάχα την άμμο και τα βότσαλα κάτωθέ μου.

Κανείς τριγύρω. Ένα βλυχαδάκι ερημικό, στην αγκαλιά των βράχων, μονάχα άμμος και βότσαλα - τίποτ' άλλο. Ησυχία.

Δε μου λείπει η ζωή.

Δε μου λείπει τίποτα. Οι νεκροί δε χρειάζονται τίποτα. Ούτε καν κόλλυβα και μοιρολόγια - αυτά είναι για τους ζωντανούς.

Τίποτα δε λαχταρώ, τίποτα δεν περιμένω.

Μονάχα κείτομαι δω.

Ησυχάζω.

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

Κομμένο σχοινί

Το κομμένο σχοινί

μπορείς να το ξαναδέσεις

θα κρατήσει πάλι, ωστόσο

θα ‘ναι κομμένο.



Ίσως πάλι ν’ ανταμώσουμε

μα εκεί που μ’ άφησες

δεν πρόκειται ποτέ

να με ξαναβρείς.



Μπέρτολντ Μπρεχτ