Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009

χρώματα

.

Πάνε κάνα δυο εβδομάδες από τότε. Μια παρέα παλιών φίλων κανόνισε συνάντηση. Είχα να τους δω χρόνια. Ήταν ευκαιρία. Θα έμενα στο σπίτι της Άλκηστης. Παραπάνω κι από φίλη: αδελφή. Όταν της το είπα, η φωνή της με αγκάλιασε. Σε περιμένω.

Είχα πάνω από δυο χρόνια να ανέβω. Από τότε που χωρίσαμε, και πιο πριν ακόμη. Στην πόλη σου. Να πάρω εκείνο το ίδιο τραίνο, εκείνη την ίδια ώρα, να βγω σε κείνο τον ίδιο σταθμό, να περάσω εκείνους τους ίδιους δρόμους. Η πόλη μας.

Δίστασα μια στιγμή μονάχα. Μετά έσφιξα το χερούλι της βαλίτσας κι ανέβηκα.

Ήταν σαν τίποτα. Μήτε πόνος, μήτε θλίψη, μήτε νοσταλγία. Έτσι. Ένα τραίνο, λίγο βρώμικο, γεμάτο φαντάρους. Όπως παλιά. Πολύ παλιά. Τότε που ήμουν ακόμα παιδί. Πήγα να πω, τότε που ήμουν νέα. Τι νέα. Παιδί ήμουν. Είκοσι χρονώ. Τότε που εσύ δεν υπήρχες ακόμη ούτε σαν σκέψη στη ζωή μου.

Ξαναβρήκα την πόλη μου. Τη δική μου. Όπως παλιά. Τάβλι στα καφενεία, βόλτα στην παραλία, μπαρότσαρκα τα βράδια. Η θάλασσα ένα βρώμικο γκρίζο. Και γύρω οι φίλοι, εκείνοι από παλιά. Και το πρωί καφές και κουλούρι σουσαμένιο στο μαγαζί της Άλκηστης.

Μετά τον καφέ γύρισα σπίτι να κάνω μπάνιο. Εκείνη είχε δουλειά. Δώσαμε ραντεβού το μεσημέρι στο ουζερί τού Νικόλα. Όπως παλιά. Ξάπλωσα λίγο. Ησυχία. Τίποτα. Κανείς. Τεντώθηκα μαχμουρλίδικα, γύρισα απ' την άλλη. Ελευθερία. Σηκώθηκα με το πάσο μου, ντύθηκα απλά και άνετα, μόνο στολίδι οι μεγάλοι ροζ ξύλινοι κρίκοι στ' αυτιά. Είχα κέφια. Μέσα στο ασανσέρ κοιτάχτηκα στον καθρέφτη.

Μια σκέψη με ξάφνιασε:

Είμαι όμορφη.

Κοιτάχτηκα ξανά.

Τι όμορφη που είμαι!

Πού είχε πάει η γερασμένη γυναίκα που αντίκριζα στον καθρέφτη ίσαμε χτες; Φευγάτη. Αντίο. Όσο ήσουν στη ζωή μου, έβλεπα στον καθρέφτη την ομορφότερη του κόσμου. Όταν έφυγες, έβλεπα μια τσακισμένη μεσόκοπη γυναίκα. Σήμερα βλέπω εμένα.

Πού ήταν τα βάρη που σήκωνα; Φευγάτα. Μαγεία. Μην το σκέφτεσαι. Είσαι όμορφη, η μέρα είναι όμορφη, είσαι με φίλους, σε αγαπάνε. Είσαι όμορφη. Όμορφη.

Κατηφόρισα τον πεζόδρομο με της καφετέριες, χώθηκα στα στενά. Βιτρίνες με κοσμήματα, ρούχα, βιβλία. Σε μια γωνιά, ψηλά, κρέμεται ένα μπουκέτο χρώματα. Είναι για μένα. Ξέρω πώς είναι για μένα. Μπαίνω στο μαγαζί. Ινδικές φούστες, καπέλα απ' το Νεπάλ, μυρίζει σανταλόξυλο. Μου κατεβάζει το μπουφάν. Το δοκιμάζω. Τέλειο.



Χώνω στη σακούλα την παλιά μου γκαμπαρντίνα και τη ζακέτα. Φεύγω φορώντας τα χρώματα. Όμορφη.

.

5 σχόλια:

Raven είπε...

Εύχομαι να αισθάνεσαι πάντα έτσι... Όμορφη και λαμπερή!

Φιλιά

Απονενοημένη Νοικοκυρά είπε...

πάντα δεν γίνεται, γλυκιά μου.

ας είναι όσο περισσότερο μπορώ.

σ' ευχαριστώ.

Ανώνυμος είπε...

Κατά καιρούς σε διαβάζω..Απόψε μόλις διάβασα το τέλος της ιστορίας μετά από μήνες. Ποτέ δε σταμάτησα να μένω έκθαμβος με τη στάση του άντρα σου! Τώρα που τελείωσε η ιστορία, η απορία μου έχει μετατραπεί σε οργή....Δεν ξέρω αν μπορείς να το καταλάβεις, αλλά νοιώθω θυμωμένος μαζί του, για κάποιον ακατανόητο αλλά απόλυτα λογικό μέσα στην ασάφειά του λόγο. Αν όπως λες εσύ έπαιξες δεύτερο ρόλο, τι να πει κανείς γι ' αυτόν το θλιβερό κομπάρσο? Αν έκανα πάντως την ιστορία σου ταινία, σίγουρα αυτος θα ήταν ο (αρνητικός έστω) πρωταγωνιστής...

Ηλίας, (παντεμένος με παιδιά).

Υ.Γ. Σου εύχομαι καλή τύχη στη συνέχεια, είσαι μια γυναίκα που πολλοί θα ήθελαν να έχουν, αλλά λίγοι θα παραδέχονταν έτσι άδοξα να "χάσουν".

Απονενοημένη Νοικοκυρά είπε...

Ηλία, ήμουνα κι εγώ θυμωμένη μαζί του, τώρα δεν είμαι πια.

Όλοι κουβαλάμε τις ανασφάλειές μας, τα τυφλά σημεία μας. Ο άντρας μου έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Δεν άντεχε να με χάσει, και ποιος μπορεί να τον κατηγορήσει γι' αυτό; Τόσο άντεξε, τόσο έκανε. Όπως κι εγώ, όπως και ο άλλος, όπως όλοι.

Να χαίρεσαι την οικογένειά σου, Ηλία. Σου εύχομαι να είναι οι σχέσεις σας πάντα γεμάτες ειλικρίνεια.

Απονενοημένη Νοικοκυρά είπε...

Όσο για το "τέλος" της ιστορίας, δεν έχει γραφτεί, κατά κάποιον τρόπο. Οι ιστορίες ποτέ δεν τελειώνουν. Μπλέκονται η μία με την άλλη και σχηματίζουν ένα πολύχρωμο πάτσγουωρκ, όπως το μπουφάν μου, που το λέμε ζωή.

Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε τι θα συμβεί μετά! :-)